14.9.16

Έκανε απαρηγόρητη ζέστη.Είχαμε μείνει κλεισμένοι στο μπουντρούμι σου με τα δυο μονά κρεβάτια και τη βαλίτσα σου ακόμα γεμάτη από την εποχή των Πασχαλιών και των πυροτεχνημάτων.Είχες μόλις κάνει ντουζ και ολόκληρος μοσχομύριζες πράσινο σαπούνι αλλά εργοστασίου με ετικέτα προέλευσης Χ.. Στάζαμε και ξεροβήχαμε και καταπίναμε συνέχεια όσο σάλιο σώζαμε από τη ξεραΐλα της σχέσης..Ένιωθα βαριά άρρωστη,παγιδευμένη μέσα σε ένα σώμα που δεν μου άνηκε,δεν μας άνηκε.Χωρίς να το καταλάβεις είχα μείνει με το βρακί και το ένα χέρι ριγμένο στο κενό να τραβάει δροσιά.Η σκύλα σου, περιφερόταν στο χωλάκι και εσύ είχες αρχίσει να τα βάζεις με το παραθυράκι της κουζίνας που είχε σφηνώσει και δεν μπορούσαμε να δροσιστούμε στάλα σε αυτό το σκατόσπιτο.Ή ώρα σαν να στεκόταν εκεί ανάμεσα στην άγρια νύχτα και στη νεοφερμένη αυγούλα..Είχε κολλήσει..Κόιταζα κρυφά το ρολόι μετρώντας τι ώρες που απομένουν για να πάω δουλειά,να τελειώσει το μαρτύριο.Το Ποδήλατό μου ήταν ακριβώς έξω από τη κάμαρη σου και ξαφνικά ένιωσα ένα αεράκι να μου χαϊδεύει τις πατούσες.Σε ξεκόλλησα βίαια από πάνω μου,σε πέταξα στο μπρούτζινο στήριγμα του κρεβατιού,σε είδα στο σκοτάδι να λιώνεις από καύλα και επανάσταση, αηδίασα, μάζεψα τα υγρά μου μαγιό,το παρεό και το μπλουζάκι με το ζωγραφιστό κοράλλι. Ψιθύριζες το όνομά μου,απανωτά, ακούσια, θαρρείς και είχες πατήσει το play στο κασετόφωνο. Αηδίαζα σε χρόνο διαρκείας.Ήταν 4 ,ναι η ώρα αυτή που δεν ξέρεις αν αξίζει να κοιμηθείς ή να περιμένεις να πέσει το πρώτο φως του ουρανού στα ασβεστωμένα σπιτάκια του χωριού.Ανέβηκα στο ποδήλατο.Κατέβηκα τα σκαλοπάτια της εκκλησίας για να βγω στη πλατεία και από κει αφέθηκα στη τεράστια κατηφόρα σύριζα με τα χωράφια και τα ξανθισμένα στάχυα του Ιουλίου.Ξημέρωνε κάπου πιο πέρα από ‘μένα,κάπου που δεν είχε φτάσει ακόμα κάτι από μένα καθώς ο Ιούλης ξεψυχούσε ,αφήνοντας γεύση γλυκάνισου και αλμύρας στο δέρμα μας
EλίαΒεβία, καλοκαίρι 2016,Αποσπασμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου