25.10.15


Τα ξημερώματα
καθώς έτρεχα με το μηχανάκι στον Λαγκαδά
μπουκωμένη από γλάρους και σελοφάν 
σκεφτόμουν πως η ζωή μου
είναι μια ατελείωτη προσπάθεια αναζήτησης θέσης πάρκινγκ
σε ένα άδειο γκαράζ

21.9.15

Φθινοπωρινή ισημερία





Πριν 26 εβδομάδες έβαζες κρητικά 
και εγώ χόρευα στο λιβινγκ ρουμ της τσέχικης πόλης.
Το 2 είναι ο αριθμός της μοναξιάς
Το 6 θυμίζει κάτι πρόστυχο από περιοδικά κλειδωμένα στο συρτάρι.
26 εβδομάδες μετά,
      νιώθω μια πρόστυχη μοναξιά ερήμην σου.

15.8.15

99 γρίφοι

Είκοσι ημέρες
και οι ραγάδες στο σώμα μου σχεδόν διαγράφουν μονοπάτια και σιδηροδρομικούς σταθμούς.
Επόμενη στάση Οινόη.
Νιώθω έναν ανεξήγητο τυμπανισμό, σε κοιλιά και εγκέφαλο
Δεν ξέρω άμα ευθύνεται το αυξημένο ποσοστό κατανάλωσης κρέατος ή ο ίδιος ο εγκέφαλος.
Μάλλον το δεύτερο.


Είμαι ένα αυτοάνοσο νόσημα .
Στρέφομαι εναντίον μου.

και έπειτα αναρωτιέμαι
Ο μπαμπάς έχει τη μαμά
και η μαμά τον μπαμπά
Ο Α. έχει το λολ
και το λολ τον Α. -και ακόμα 9139544864963 καμμένα -

Εγώ ;

ποιον έχω εγώ ;
 
Τούτο εδώ το μεσημέρι
ακούγαμε Αρλέτα
Έπλεκα και έπλεκα.
Φορούσα το γαλάζιο πουά φόρεμα, αγορασμένο από κείνο το παζάρι στο Αλίμπι
και οι ανομοιόμορφες πλεξούδες απλώνονταν στο ανασηκωμένο μαξιλάρι.
 Ξάφνου σκέφτηκα πως αυτό που λείπει τώρα είναι ένας βαρύς και ασήκωτος ελληνικός με μπόλικο πικρό καϊμάκι και 5,6 λουκουμάκια και μπισκότα πτι μπερ παπαδοπουλου μουλιασμένα μέσα στη κούπα και παγωμένο νεράκι και τσιγάρο στριφτό.
Ευτυχώς που ο παπαγάλος υπάρχει σε κάθε ελληνικό σπίτι κάπου καταχωνιασμένος.

Χαμήλωσα λοιπόν τη φωτιά και έμεινα να παρατηρώ τις φουσκαλίτσες του καφέ ,
Σχεδόν αφαιρέθηκα [..]

-  Ξέρεις,
Δεν σου έφτιαξα ποτέ ελληνικό.
Μερακλίδικο, 
να έτσι να λερώσεις με καϊμάκι του μουστάκι σου.
Και ας είχα μπανιέρα ,ποτέ δεν κάναμε μπάνιο μαζί.
Ούτε στη θάλασσα θα κάνουμε ποτέ.
Δεν μπήκες ποτέ στο παιδικό μου δωμάτιο
μήτε ανεβήκαμε με πόδια το βουναλάκι της γειτονιάς μου
Δεν με είδες ποτέ με φόρεμα Ιούλιο μήνα 
και δεν σου καυχήθηκα ποτέ για τα μαυρισμένα μου μπούτια
 και τις γάμπες με τα βραχιόλια που μόνη μου έφτιαξα.
Δεν σε είδα με μούσια χωρίς να διακρίνω το μουστάκι σου
και ξυπόλητο να χοροπηδάς στην άμμο
και τελικά ούτε τη μπάλα σε είδα ποτέ να κυνηγάς 
ούτε να παίζεις τις χορδές από τα όργανα του νησιού.
Δεν μου έκλεψες ποτέ το μαγιό,
μονάχα αναπτήρες
και εγωισμό,
μου έκλεβες.
Οι υποσχέσεις, 
μου και σου, 
γίνανε εφιάλτες που τη νύχτα με φαγουρίζουν
και εγώ ρίχνω την ευθύνη στα κουνούπια, ξέρεις και στις ψευτοταμπλέτες,
έτσι μόνο και μόνο για να μην σε απομυθοποιήσω
 και αρχίσω να σε θεωρώ πλάσμα της φαντασίας μου.
Δεν σου έβαλα νερό να πιεις στην αγαπημένη μου κούπα 
και δεν καθήσαμε ποτέ με αμέτρητα τσιγάρα στο μπαλκόνι να παρατηρούμε το μαυριδερό δάσος.
Μα τι λέω
σε κανενός είδος μπαλκονιού δεν βρεθήκαμε ποτέ μαζί.
Ανόητη ήμουν
να θαρρώ πως είχαμε αμέτρητες ώρες να ξοδέψουμε, τότε που τα παράθυρά μας απείχαν τρία στενά μονάχα.
Τότε που τα πέντε λεπτά ήταν ήδη αρκετά για να ρθείς να μου χτυπήσεις το κουδούνι.
                        και τώρα
πέντε λεπτά και [..]

[..]   Και χύθηκε ο καφές και πιτσίλισα τα πλακάκια της κουζίνας και άστραψε και μια φλογίτσα από τα περιθώρια του γκαζιού με το μπρίκι και πνίγηκες και εσύ μέσα στο καφετί χαμό.
Πανέμορφα.


Αυτά τα αυγουστιάτικα μεσημέρια είναι σιχαμένα
 μα κυλάνε τόσο βιαστικά 
που ακόμα και η κυκλοθυμία μου 
δεν μπορεί να αναμετρηθεί μαζί τους.
Ας είναι.










απόπειρα αυτοκτονίας

Λένε πως τίποτα στον κόσμο δεν μυρίζει πιο όμορφα από αυτόν που αγαπάς.
Σου είπα ψέμματα       
                            πολλάκις
Δεν σε αγάπησα ποτέ.

Εσύ βρώμαγες.



9.8.15

- Αλίμπι παρτ του

14/3/15
Φορούσε ένα μαύρο λουλούδι στα μαλλιά.
Είχε ζωγραφίσει έναν χιονάνθρωπο στο εσωτερικό ενός άδειου πακέτου κάμελ.
Δυο αγόρια γύρω στα είκοσι έπιναν krusovice και τσαλάκωναν τον γιακά από το πουκάμισο τους.
Τριγύρω αντηχεί η φωνή της Νοοra Nor .
Χθες ο David Sylvian ,το βιβλίο μου και οι πατρίδες mastermind με τον Γ.
Η γλυκιά κοπέλα στο μπαρ μου φέρνει το τσαι με φρέσκο τζίντζερ λεμόνι και μέλι MED,το μπισκότο κανέλας -που μασουλάω σαν πόντικας- και ενα μαύρο τασάκι.
Της χαμογελάω.
Είναι τόσο γλυκιά με αυτά τα φυσικά κόκκινα μαλλιά και τα καλοσχηματισμένα της φρύδια.
Φοράει φούστες και μποτάκια και μου θυμίζει κάποια άλλη κοπέλα κάμποσα χρόνια πριν .
Η τελετουργία μου βασίζεται στο οτι τρώω το μέλι με το κουταλάκι σε κάθε κουταλιά από το φρέσκο τζίντζερ.
Λατρεύω τον ερεθισμό που προκαλεί στον ουρανίσκο αυτή η πικάντικη επίγευση του.

Απέναντι δεξιά ένας ξανθός ,φοράει ακουστικά και σχεδιάζει δυο πελώρια χέρια.
Τοποθετεί τις σκιές τόσο εύκολα πάνω στο Α3 χαρτί που θαρρείς και έχει μελετήσει το προσπίπτον φως πάνω σε άκρα,από όλες τις οπτικές γωνίες.
Το ρολόι του είναι ακουμπισμένο στην άκρη του τραπεζιού και ένα ποτήρι με κάποιο είδος κρύου τσαγιού,ίσως με μέλι και κανέλα ,στέκει στο περβάζι του παραθύρου ,σιμά του.

Το ζευγάρι με τη λουλουδάτη ξανθιά,χαζογελάει και ανταλλάζει τζούρες από το πακέτο καμελ.
Ο ξανθός ζωγράφος αποχωρεί με τα ακουστικά του να σέρνονται στο πάτωμα.
Τώρα δυο τύποι παραγγέλνουν κρασί ,καπνίζουν malboro.Τον έναν τον βλέπω συχνά εδώ.

Για την εργασία στην αρχιτεχτονική τοπίου
σχεδίασα δυο ανδρείκελα .Δεν έχουνε φύλο .Ούτε στόματα ή μάτια.
ένας ήλιος εξασθενημένος στέκει πάνω από τα κεφάλια τους.
Τον φαντάζομαι χλωμό,κιτρινιάρικο και σκέφτομαι να τον χρωματίσω με  oil pastel.
Ξεκίνησα να αποθηκεύω ηχογραφήσεις με παύσεις και ολιγόλεπτες σιωπές.
Σκέφτομαι πως θα τις ακούω το καλοκαίρι κοντά στο λιμάνι και θα γελάω με τη λαχανιασμένη φωνή μου και θα σκέφτομαι πόσο μου χει λείψει αυτή η Τσέχικη παράξενη πόλη.
Το καλοκαίρι μοιάζει να απέχει έτη φωτός
και θέλω λίγο να αργήσω το χρόνο μα και λίγο να σπρώξω -γι άλλους λόγους-
και δεν ξέρω τι θέλω
και δεν ξέρω άμα σε θέλω ακόμα.


και δεν ξέρω γιατί κάτι κείμενα μένουν ξεχασμένα στα συρτάρια δίχως τέλος
δίχως επίλογο
δίχως τίμημα

καλημέρα

26.7.15

η ευτυχισμένη μαγεί-ρι-σσα

Κάθε αργοπορημένο απόγευμα προς δειλινό
όταν ο χρόνος σχεδόν διαστέλλεται 
και εδώ τον χάνεις άλλου τον βρίσκεις
ένα ορθογώνιο τύπου σχήματος
,χρώματος βυσσινοκόκκινο -θα το λεγα-
 σχηματίζεται νοερά στο τοίχο μεταξύ της παιδικής  κρεβατοκάμαρας και του μπάνιου.

Εδώ και περίπου -χμ- 
58 ώρες και 56 λεπτά 
είμαι μέσα σε εσώκλειστο χώρο ,ολομόναχη με το υπερεγώ μου.
Οι ώρες κατρακυλάν 
χαζεύοντας τους μαυρισμένους μου μηρούς ,
απορώντας για το στρογγυλό-φέρνω- σημάδι στο αριστερό κάτω μέρος της κοιλιάς
και χρονομετρώντας τη δημιουργία γαλλικής πλεξούδας έπειτα από καταβροχθίσμα -στα όρθια- μισού καρπουζιού.

Ο Ζαν Λυκ Μπενοζιλιο μου προσφέρει γέλιο και χαχανητά -ξεβραχνίζει και την αφωνία μου-
Τα μαξιλάρια ,μου, σβήνουν το -εσωτερικό- γέλιο.
Το αλκοόλ υπάρχει στα ντουλάπια -μα δεν μου χρειάζεται-
Το κάπνισμα υπάρχει δεν υπάρχει ,το αφήνω να υφίσταται μονάχα σαν εικόνα στα ταβερνάκια των Κυκλάδων.
Τα ραδιόφωνα παίζουν εναλλάξ
Και ένα εντός εκτός και επί τα αυτά αιωρείται στις γωνίες. 

Τριγυρνώ με το γυμνό μου καφέ και το ριχτό μου άσπρο
και ανοιγοκλείνω παντζούρια σε κάθε σετ ωρών.
Είναι η εποχή που τα στόρια, ανοίγουν τις νύχτες και κλείνουν ερμητικά,τα καταμεσήμερα.
Από αύριο προβλέπεται καύσωνας -λένε- ,
μα σα να πήρε το μάτι μου κάτι αστραπές στο βάθος του γκρίζου σύμπαντος.
Κάποιος αδαής από το χαμόσπιτο κοντά στο δάσος ακούει Σκυλολαικούρες 
και αμέσως ανάβω το φιδάκι να ξορκίσω ήχους και πτερωτά ανεγκέφαλα ζζζζζ
-Ω θα ρίξει μπόρα! Βαρύ και ασήκωτο το ουράνιο πέπλο-
Ζαλισμένα μπαμπούρια κείτονται στο μπαλκόνι 
και η δάφνη μας πάει κάηκε ,
ίσα ίσα πρόλαβα να κλέψω φύλλα για τις φακές του χειμώνα.
-Μα αλήθεια σε κάθε λεπτό, ένα νέο μπαμπούρι προσγειώνεται απρεπώς στο μπαλκόνι μου.
Όξω λέμε σατανάδες! -

Στο ίντερνετ, νέα για το τι προκαλεί η τριχόπτωση -ή τι προκαλεί Την τριχόπτωση- σαρώνουν,
Συμβουλές για προστασία από τον ήλιο καρφιτζώνονται στους τοίχους του φεις μπουκ. 
και τσεκ ιν σε κάθε μπιτς μπαρ του σύμπαντος τείνουν να μπλοκάρουν την αρχική μου σελίδα. 
Να! -αναφώνησε- Να ακόμα μια αστραπή !
και ένα κύμα αέρινης -θαρρείς ξαναζεσταμένης- μπόχας εισήλθε στο δωμάτιό.

Και 
τρομάζω με 'μένα 
Τρομάζω που 
Σε αυτή την αλλοπρόσαλλη νηνεμία ,
σε αυτό το μουχλιασμένο καθεστώς του σήμερα,
σε αυτό το άξεστο καλοκαιρινό τσίρκο της γραβάτας -μα δεν σκάνε;-,
σε αυτή την αγιάτρευτη χώρα του ψευτομαγκιοροαναρχισμού,
Εγώ νιώθω ευτυχισμένη ,χαλαρή και πανέμορφη..
Γιατί έχω αιώνες να νιώσω ευτυχισμένη ,χαλαρή και πανέμορφη 
όντας σε συγκατοίκηση με το υπερεγώ μου.
Χωρίς να βάζω στη πλέιλιστ τις λίστες που ''κάποιοι'' φτιάχνουν για να αντέξουν τον καύσωνα ,
χωρίς ουσίες και οινοπνεύματα, 
χωρίς άυλα συναισθήματα και προσφορές,προσφορών της έκπτωσης των εκπτώσεων 
χωρίς επαφές αδιέξοδες και αμήχανους διαλόγους που μονάχα στο
 ''Σε ενοχλεί ο καπνός στο δωμάτιο ή να βγω έξω να καπνίσω?- 
-Μα είσαι τσίτσιδη .τι θα πουν οι γείτονες ;- ,
 οδηγούν,
Χωρίς όλα αυτά τα συντρίμμια της κοινωνικής προπαγάνδας που υφίσταμαι ,

Εγώ 
η Α. ,
παρέα με πρώην και προσωπογραφίες των νυν, 
διαιωνίζω την ευτυχία μου σε χαρτιά και γλυπτοκατασκευές για διακόσμηση μπάνιου,
γράφω το πρόγραμμα εξεταστικής και κυκλώνω τις ημερομηνίες των μαθημάτων με κόκκινο
έπειτα ξανακυκλώνω τις ημερομηνίες των μαθημάτων που σκέφτομαι να δώσω με κίτρινο
και έπειτα ξανακυκλώνω τις ξανακυκλώμενες ημερομηνίες των μαθημάτων που ίσως Σίγουρα πρέπει να δώσω,με φωσφοριζέ πορτοκαλί.
Μαγειρεύω συνταγές με βάση το κρέας
μαγειρεύω ονειρώξεις με βάση Εσένανε μωρό μου
μαγειρεύω γλυκό μου.
Μαγειρεύω

και λατρεύω να μαγειρεύω όσο εκεί έξω αυτοαποκαλούμενοι άνθρωποι, 
μασουλάν ξαναζεσταμένες ιδέες προτηγανισμένων μυαλών του είδους Χόμο σάπιενς .

Α μ ή ν -α-



30.6.15

κάπου ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο

Για μίλησέ μου για θλίψη και τρίχες ενός μέτρου
και ξυπόλητους καπνιστές στο μετρονόμο
και γι αυτό το θόρυβο που βγαίνει από το μετρονόμο
και για τη σιγή της θέας
που συνοδεύει το θόρυβο του μετρονόμου
και για την αποκαθήλωση του τσιγάρου
ανάμεσα στο θόρυβο και στη θέα.

Αγνοείς τη γλώσσα σου
και δακρύζεις
μα όχι είναι απλά ένα σκουπιδακι που μπήκε στο μάτι σου
μα αυτό δεν είναι σκουπιδάκι είναι ολόκληρος ο κάδος ανακύκλωσης γυαλιού

και εδώ είναι Φλεβάρης
μονάχα οι ηχογραφήσεις απουσιάζουν
και η κατανάλωση ψωμιού αυξήθηκε
και αυτoι οι ανεμοδαρμενοι γλάροι
που λιγόστεψαν ξαφνικά
πέσανε σε πετρελαιοκηλίδες, ποιος ξέρει ;
και τα καράβια φεύγουν για το Νότο
και θα αρχίσουν να μας χρεώνουν για τα παραπανίσια ''και''
και
και θα χα αλήθεια πολλά να διηγηθώ μα πόνεσε η πλάτη μου από το βάρος

εκμαγείο

Υπάρχουν κι άλλοι που παίζουν με τα κρόσσια του τραπεζιού τις νύχτες,
όταν κρύβονται από τις αναμνήσεις του αγαπημένου τους μακρινού σκιάχτρου.
Γυρνάω τριγύρω και αναμετρώ τις γωνίες του δωματίου
  Σε κάθε δεξιόστροφη γύρα τις βρίσκω 3 
Σε κάθε αριστερόστροφη 7,
σαν τις ελιές του δεξιού και αριστερού σου καρπού.
Μου λείπει το ανασηκωμένο σου τσουλούφι 
τις κρύες μεσημεριανές βόλτες κοντά στις ράγες της Χρατζάνσκα,
καθώς το φως χανόταν όλο και πιο πίσω από τα σύννεφα
και τα ψωμάκια στα καλάθια του Α μαλάκωναν από την υγρασία.

Στης 12 συντονίζομαι στην ωδική βοήθεια.
Βουτάω τα ακροδάχτυλα μου στο νερό και πασπατεύω κομμάτια πηλού.
έπειτα καταπιάνομαι με άγνωστα διηγήματα και κάπου εκεί έρχεσαι και εσύ.
Πλάι στους γλάρους μου,
στη μοναξιά μου 
και στα διάσπαρτα αγγλικά Τσέχων ,
κοντοζυγώνεις με τη βαριά σου φορεσιά και το σύνηθες αδιάφορο ύφος.

Το παράθυρο είναι μισάνοιχτο ,
αναγνώριζες οτι λείπω από το μισάνοιχτο παράθυρο.
Έλειπα.

Και να που τώρα το παράθυρο θα ναι κλειστό, κλειδαμπαρωμένο.
Σιωπή λίγων ωρών 
¨¨Μακρόσυρτο σούρουπο το σημερινό για το σπίτι στην οδό Puscinovo namesti,¨¨ 
θα έλεγαν τα τσέχικα ραδιόφωνα
μα εδώ μια εξέγερση διχασμένη σε ΟΧΙ και ΝΑΙ 
συνοδεύει την απελπισία μου.

Ήμουν σχεδόν σίγουρη πώς κάτι ξεχνούσα 
καθώς ο Ιούνης ενέπνεε τη τελευταία των τελευταίων του ρουφηξιά,
μα στο καθρέφτη μονάχα τη ραχοκοκαλιά μου αντίκρισα.
Πουθενά οι αναμνήσεις

και η βρύση του μπάνιου συνεχίζει

 να στάζει.





και να στάζει

και ξάφνου θαρρώ,

σε είδα να στάζεις και εσύ.





20.5.15

λ α χ τ ά ρα

Είμαστε ήδη ανύπαρκτοι σε μια αξιοθρήνητη νεκρική περιτομή.
Κοιμόμαστε στραβά και στο προσκεφάλι μας ρέει ιδρώτας και μοναξιά
Μια παντελώς ανούσια ανυπαρξία μας συντροφεύει κάτω από τα σκεπάσματα.
Πυροβολούμε το πρώτο φως με ένα λαχούρι.
Πυροδοτούμε τη φύση μας με αχαλίνωτες παρεμβάσεις μιας τάχα ονειρικής κατάστασης
που δεν οδηγεί πέρα από το μηδέν.
Στο τίποτα στεκόμαστε,
όρθιοι με δεκανίκια εξευτελιστικά.
Άοσμα και άυλα όντα θαρρούν πως σε πλησιάζουν 
μα εσύ ξεφεύγεις κρατώντας από το χέρι σφιχτά της μοναξιά σου και χάνεσαι στο πλήθος.
Και είναι ωραία όταν το πλήθος έχει εκθέτη άγνωστο.
Μα τι γίνεται όταν η πλειονότητα έχει ήδη περάσει από το τραπέζι σου και έχει ίσως πιει μαζί σου ;
Πως αποτραβιέσαι τότε ;

Αρκούμαστε στη τυχαία παρορμητική έκρηξη της ημέρας και του χρόνου.
Θαρρείς και το επόμενο δευτερόλεπτο θα φέρει ευθέως μπροστά μας 
τη μοναδικότητα,
την απεραντοσύνη.
και τα λεπτά λιώνουν σιμά μας,
Φλέγονται σαν σπίρτα
και σβήνουν καθώς νυχτώνει και οι κόρες διαστέλλονται.
Μάθαμε να περπατάμε στα τέσσερα γιατί νιώσαμε ηδονή
που στα δυο δεν μπορούσαμε να αισθανθούμε.
Συνεχώς προσθέτουμε άκρα
για να στηριχτούμε σε αυτό που αποκαλούν Ζωή.
Αποβάλουμε τα χρώματα
Μα η διάγνωση έδειξε : 
Αχρωματοψία.
Ψιθυρίζω λόγια παρηγοριάς στον δεύτερο εαυτό μου.
Και στον τρίτο μου.
Και σε όλους τους φίλους που ποτέ δεν θα ξανά έχω πίσω
Κλασσικές φράσεις πριν ξεχυθώ στα ζουμιά.
Δεν με σώζουν οι γλάροι
Απλά φαρδαίνουν το μονοπάτι.
Εγώ πάλι ξωπίσω απομένω.
20 Μάιου και η βροχή έξω λανσάρει τη γύμνια της.
Δεν ζηλεύω μήτε τον ήλιο μήτε το λιμάνι που άφησα.
Ζηλεύω μονάχα το ζευγάρι που πίνει κρασί στο γωνιακό μπαράκι της γειτονιάς μου.
Αυτό το χάζεμα του κόσμου όλου
μεταξύ του κενού ανάμεσα στις μορφές τους.
Αυτός ο καπνός που ξεχύνεται ,
θαρρείς ψηλότερα
όταν ανάμεσα περιφέρεται ο έρωτας.
Δεν ζηλεύω.
Λαχταρώ.



19.5.15

για μια επιστροφή

Δεν αργοκοιμάμαι.
Γέρνω στους ναζιάρικους ώμους σου και καπνίζω με μανία το τελευταίο τσιγάρο
Νομίζω τα πόδια σου τρέμουν και η φωνή σου μίκρυνε ξαφνικά
Ακούγονται νιαουρίσματα
και στρατιωτικός βηματισμός
και μια καμμένη μυρωδιά από κανέλα
μου θυμίζει το κεικ με το μέλι .
Ο ήλιος και οι εσπραντιγες μου
οι πληγωμένοι μου αστράγαλοι 
και ο λαχανιασμένος σκύλος της γειτόνισσας με κυνηγάει στις σκάλες.
Τρέχω με ανοιχτές παλάμες ανεβαίνοντας για το πάρκο της Letna .
με περιμένουν δυο ερωτευμένοι και ένας κορμός δέντρου
διαλέγω να απλωθώ στα γρασίδια
νιώθω χταπόδι
δίχως πλοκάμια.

Φύλλα Φύλλα.

Αλλάζεις πλευρό
Κουράστηκα.
Συντηρούμαι με ξηρούς καρπούς και ψωμί με γλυκάνισο.

Πως θα επιστρέψω ;

Ας μείνω στο κλειστοφοβικό δωμάτιο με την απειλή της μούχλας
 και τα γλυκά σκαλάκια στην είσοδο
Ας μείνω δίπλα στη χάρτινη φάρμα και στον Τζιο.
Ας μείνω με τις τσίγκινες κατσαρόλες με τις χήνες και τη Μόκα του Ιταλού.
Ας μείνω με τα συνεχώς αυξανόμενα ανακυκλώσιμα και τα πουλάκια στης 4 το πρωί.
Με τις σταγόνες
και τους γλάρους στα συρτάρια.
Με τις απρόσμενες συννεφιασμένες ημέρες
και τον καυτό ήλιο που ποτέ δεν είναι τόσο καυτός.
Ας μείνω με την παρουσία της νύχτας και την απουσία αυτής
και με τη μοναξιά να με κυνηγά με το μαστίγιο
και με τις φρίκες του απογεύματος
και με το Αλίμπι 
και το Praguemoist με παγάκια
και με το λακι στραικ που πάντα τελειώνει τα Σάββατα
και  με βρίσκω τις Κυριακές να παζαρεύω με τρίμματα .
Ας μείνω εδώ παρέα με μονολόγους κρεμασμένους στο τοίχο μου
και ας μην μπορώ να διαβάσω τα τσέχικα βιβλία τους.
Θα μάθω και τσέχικα
και ισπανικά και ιταλικά θα μάθω.
Ας μείνω όμως
και θα πάψω να ανοιγοκλείνω τα ντουλάπια 
αναζητώντας την υπόλοιπη μισή μου ύπαρξη
και θα πάψω να υποσιτίζομαι 
για να κοιμάμαι με χαμόγελα
και θα πάψω να στρίβω 
για να ξεχάσω 
και θα πάψω 
να 
επαναλαμβάνω
πόσο 
πολύ 
δεν θέλω να γυρίσω.





22.4.15

Ήταν ένα μικρο κίτρινο βιβλιαράκι με παιδικές ζωγραφιές
καραβάκια και λέξεις μουτζουρωμένες με μαύρο μελάνι.
Το ξεφύλλιζα στο λεωφορείο.
Τότε ήταν που μου είπες πως θα θελες σα μεγαλώσεις να ζωγραφίζεις κάστρα και ζώα και έντομα .
Να εικονογραφείς ιστορίες για παιδιά .
Και εγώ γέλασα και σε σκέφτηκα με τα στρογγυλά γυαλάκια σου
να ξάνεις μολύβια ,να γεμίζεις το πάτωμα με σβηστήρια και χαρτάκια
να σιχτιρίζω εγώ να με φιλάς εσύ.



Ευτυχώς έπαψα να ανεβαίνω σε λεωφορεία
και δεν έχω να υποστώ πλέον παρόμοιες συγκινήσεις.

Ευτυχώς εδώ υπάρχουν τα τραμ
και οι ασυγκράτητα πανέμορφες διαδρομές τους.

Ευτυχώς αρχίζω και θυμάμαι.


5.4.15



21/3/15

Κάθε μέρα γυρνάω με μια καινούργια φωτογραφία για το τοίχο μου.
Σε λίγο θα κολλήσω αφισούλες και στη μοκέτα .
Ο τζίο έφτιαξε μακαρονάδα με μπρόκολο
Δεν μπορώ να αντισταθώ και ας ειναι αλμυρή.
Οι πορτογάλοι κατάκλυσαν το σπίτι μου
Δεν ξέρω που να πρωτορίξω το βλέμμα μου
Λειπει η γαλλίδα και το σπίτι μυρίζει τσιγάρα
Λείπεις εσύ και η φωνή μου βραχνιάζει από τη προσμονή.

1.4.15

σε απόσταση αναπνοής ο χρόνος

31/3/15
Έχω κρεμάσει το βόρειο σέλας στο τοίχο μου
έτσι απλά για να το ξέρεις
Στο ραδιόφωνο ο εκφωνητής βάζει ταξιδιάρικα τραγούδια
Eδώ δεν είναι Ελλάδα θέλω να φωνάξω.
Εδώ το πρωί ξύπνησα με χοντρές χιονονιφάδες να καλύπτουν το κενό στο παράθυρο
και έναν αέρα να ταρακουνάει το σπίτι ολόκληρο.
έπειτα βροχή ασταμάτητη,
ήλιος τρελαμένος και ξανά από την αρχή.
Σε 24 ώρες έριξε ακόμα και χαλάζι.
Είναι τρελή αυτή η πόλη σου λέω.

30/3/15
Με τον Ντ. έχουμε ένα πρόβλημα συνεννόησης. μπερδεύει τους χρόνους.
το θα το κάνει αόριστο και το παρόν μέλλον
Μονάχα όταν μιλάει για τη Πορτογαλία ,
θαρρώ πως καταφέρνει και συγχρονίζει τους χρόνους με τις γνώσεις των αγγλικών του.

29/3/15
Τη Κυριακή αργά τη νύχτα επέστρεψα στη Πράγα με πυρετό
βελονιές στο σώμα και Κ.Β να αντηχεί στα αυτιά μου.
Ο θόρυβος της βαλίτσας στο πλακόστρωτο ,ο αέρας να λυσσομανά και η νύχτα υγρή να σωριάζεται στο καυτό μου μέτωπο.
6 ώρες ταξίδι ,θαρρώ έχασα τις αισθήσεις μου ,
δεν θυμάμαι το χρόνο να με ταλαιπωρεί.
Θυμάμαι μονάχα τα μάτια μου να ανοίγουν κατά διαστήματα,
μια ζαλάδα αιώνια και δωρεάν χυμούς στο τρένο.
Θυμάμαι και τον  Νεοϋορκέζο που μου έπιασε κουβέντα στο λεωφορείο 
και μαζεύτηκα στη γωνία να προφυλάξω τα ντροπαλά αγγλικά μου.
και μια στάση θυμάμαι κοντά Οστράβα 
με κείνη την αποπνικτική θέα τον γυμνών δένδρων
 και τα ξύλινα παγκάκια
 και το τσιγάρο που έστριψα πλάι σε κάτι Ισπανούς που τρώγανε σαλάμια.

30/3/15
Ο Τζιο λείπει Ιταλία για μια βδομάδα.
Το σπίτι βυθισμένο στη σιωπή.
Ο Ισπανός με την φιλοξενουμενη κοπέλα του ολημερίς και ολονυχτίς κλεισμένοι στο δωμάτιο.
Η Γαλλίδα με τις μπαγκέτες της 
τη μυρωδιά από τη βιολογική μερέντα 
και τη ξινομούρη της να μου κάνει μαθήματα καθαριότητας.
Ναι.
Και εγώ απλά φωτογραφίζω το σπίτι
γεμίζω το δωμάτιο με αφισούλες 
και φτιάχνω φρουτοσαλάτες με κανέλα.

31/3/15
Ο πυρετός μου απέδρασε και εγκαταστάθηκε στον Ντ,
Μα εγώ του τα έλεγα εκεί στο μικρό καφέ le caveau κοντά σε κείνη τη στάση της πράσινης γραμμής του μετρό που ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ.
Τρώγαμε φρέσκο κρουασάν με μερέντα και πίναμε χυμό γκρειπφρουτ όταν ξάφνου έβγαλε από το χέρι του ένα βραχιόλι με το ζώδιο του καρκίνου πάνω και μου το έδωσε.
Δεν είχα κάτι να του δώσω και έψαχνα στη τσάντα μου ,παντού τριγύρω μου να βρω αυτό το κάτι που θα ήθελα να έχει από μένα.
Αδίκως.
Έτσι του είπα ''θα σου δώσω τον πυρετό μου ως αντάλλαγμα'' και αυτός γέλασε
δεν ξέρω δηλαδή αν γέλασε γιατί κατάλαβε ή γιατί έκανε πως κατάλαβε.
Πάντως του είπα,αύριο θα χεις τον πυρετό μου
μα αυτός αρνιόταν να το δεχτεί και μου πείραζε τα χείλη.
Ανταλλάξαμε βραχιόλι με πυρετό.
Δίκαιο.

31/3/15
Σε λίγες ώρες ,μας τελειώνει ο Μάρτης.
Αποχωρεί σαν τρεμάμενη σκιά.
Δεν διαισθάνθηκα το πέρασμά του.
Ο Φλεβάρης ήταν βαρύς και ασήκωτος .
Ο Μάρτης σαν πρωινή δροσούλα.
Μεγάλωσε και η μέρα και τα πάρκα είναι δελεαστικά όσο ποτέ.
Σαν περάσει και αυτή η βδομάδα που προβλέπεται υγρή και αέρινη
και ύστερα από τον ερχομό των τριών αγαπημένων μου προσώπων στη πόλη,
θαρρώ θα παίρνω το μικρό μου μάλλινο χαλάκι και θα το στρώνω στα γρασίδια του πάρκου στη Πράγα 6,εκεί δίπλα στη λιμνούλα,θα ξαπλώνω τυλιγμένη στο μπουφάν μου και θα σκέφτομαι τον ουρανό που χάσκουν τα δικά σου μάτια.
Θα τον συγκρίνω με αυτόν εδώ,
που αντικρίζω σε αυτή τη παράξενη πόλη 
και θα απορώ γιατί δεν είσαι εδώ να μαζέψεις ακόμα έναν ουρανό στη συλλογή σου.
Δε δαγκώνει θα σου λεγα,ουρανός είναι.
Δεν δαγκώνουν οι ουρανοί
το πολύ πολύ να σε γρατζουνίσουν λίγο εκεί πίσω από το αυτί με τα δοντάκια τους.

1/4/15
Θα υπάρξει συνέχεια
και όχι
δεν θα φέρνει καθόλου σε πρωταπριλιάτικο αστείο
δεν θα θυμίζει μήτε το περίγραμμα της μορφής σου που ακόμα στοιχειώνει το προσκέφαλο μου.
Δεν σου λέω/Πάει μας τελείωσες.


31.3.15

περίληψη 2 μηνών -μέρος πρώτο

23/2/15
Σκέφτομαι να κάτσω να παιδέψω τη μοναξιά μου με μοναξιά.
Να συνηθίσει στο άδειο τοπίο της εσωτερικής μου κατάνυξης.
Να νιώσει λίγο από τη φρίκη του σούρουπου 
από το τσιγάρο που μου καίει τον λαιμό λίγο πριν πάρω το τραμ
Σκέφτομαι πως το κεκλιμένο μου παράθυρο φταίει για τα κενά μου όνειρα..
ίσως η κλίση του δεν αφήνει το υποσυνείδητό μου να εκδηλωθεί.
αλήθεια δεν ξέρω.
Χθες τη νύχτα ξεκίνησε να βρέχει. εκεί γύρω στης 2 το βράδυ .
ένιωσα καλοκαίρι μέσα στη σκηνή.
Μια απρόσμενη μπόρα και έπειτα ο ήχος της θάλασσας και η μουλιασμένη άμμος.
Ήθελα να σηκωθώ να βγάλω τη μπλούζα μου να ξε ιδρώσω από την λαχτάρα μου να σε δω.
Με πήρε ο ύπνος πάνω σε τρία μαξιλάρια με βρεγμένα μαλλιά.

24/2/15
Ο Φρανσουά μου μιλάει για το σπίτι που θα χτίσει εκεί στις πλαγιές του χωριού στη γαλλόφωνη πλευρά του Καναδά και εγώ γελάω και αυτός μου ανοίγει χαρτιά με σχέδια και μετρήσεις και σοβαρεύω.
Μα αυτός λέει αλήθεια σκέφτομαι.
Μου αγοράζει πακέτα τσιγάρα γιατί τάχα με έχει τρελάνει στις τράκες
και με κερνάει βόλτες σε μουσεία και αγορές.

26/2/15
Μπορώ να ξεκινήσω και να αφήσω στη μέση μυριάδες αναρτήσεις που να αναφέρονται σε σένα.
Μπορώ να μαζέψω οτι σου αρέσει στο μικρό μου δωματιάκι και να κοιμάμαι και να ξυπνάω δίπλα σου.
Μπορώ ακόμα να σου μιλάω όπως μιλάω στο συγκάτοικο,και άμα γουστάρεις και στα εγγλέζικα χωρίς μετάφραση.
και να προσποιούμαι πως σε τραβάω από το χέρι για να βγούμε
και να γκρινιάζω που δεν με αφήνεις να διαβάσω το βιβλίο μου ή που δεν θες να δούμε τη ταινία με το μελαχρινό μανάρι.
Μπορώ σου λέω να κλειστώ και σε μια ψυχιατρική κλινική που ανακάλυψα τυχαία στη περιοχή της Σπάρτα εδώ
είναι σε ένα ωραίο παλιό κτήριο με αρχιτεκτονική που ο καθένας θα θαύμαζε.
Διάλεξε και πάρε.

12/3/15
Το κρύο εναλλάσσεται ,το παραθύρι μου φουντώνει από τον πρωινό ήλιο.
Το λαχούρι μου με προστατεύει από το πρώτο φως .
Τις νύχτες ακούγεται πάντα μια βρύση που τρέχει ή σωλήνες που μπουκωμένοι υγρά,πασχίζουν να ελευθερωθούν.
Φοράω μονάχα τη μια ωτοασπίδα,έτσι για αλλαγή και συνήθισα και τη λακκούβα στο στρώμα και δεν την αλλάζω πια,αν θές να ξέρεις.

14/3/15
Το δωμάτιο μου μοιάζει με κρησφύγετο.
Ακούω λατινοαμερικανικη μουσική τις Κυριακές τα απογεύματα παρέα με στιγμιαίο καφε ανακατεμένο με κακάο και κανέλα.
Ο Τζίο με φωνάζει Αννούλα και ο Ισπανος μου πειράζει τα μαλλιά ενώ τριγυρνώ στη κουζίνα.
Έχω να διαβάσω για αρδευτικά συστήματα και να υπολογίσω πόσο της % λιπαρά έχει το γάλα που μας προμήθευσαν από το εργαστήριο .
Επιλέγω να κλείσω δωδεκάωρο ύπνο και έπειτα να ανακατευτώ με τον χαμό των Τσέχων στο meet factory.
Σε λίγες μέρες θα ακούω ρεμπέτικα παρέα με τον Γ.
θα χει λαούτο και ούτι και όλα αυτά τα μικρά και ωραία που πολύ μας έλειψαν
Και αν έχει και ρακούλα και μεζεδάκια ,αλήθεια θα αρχίσω να χορεύω και να στριφογυρνάω βγάζοντας μπουρμπουλήθρες.






30.1.15

ανάποδη κραυγή

Τείνω να σε ξεχάσω
και σε βλέπω στο δρόμο
και αναρωτιέμαι αν είσαι εσύ
και τρέμω μην σε συναντήσω
και τρέμω μην δε σε συναντήσω
Η μέρα της φυγής πλησιάζει
και η μέρα που άρχισες να απομακρυνεσαι έχει πάψει να ναι μετρήσιμη
και θέλω να σβήσω με γόμα όλα τα αριθμητικά λάθη στις πράξεις
και να σχεδιάσω το αρδευτικό σύστημα του κήπου μας
και να σε ζωγραφίσω και σένα μέσα στο κήπο μας
Δίπλα στις κυδωνιές μας και στους λωτούς μας
γιατί οι λωτοί είναι δεντρά πανέμορφα
και το φθινόπωρο που βγάζουν τους καρπούς
έχουν χρώμα μεθυστικό
και εμείς θαρρώ λατρεύουμε το φθινόπωρο
Και σε φαντάζομαι να ξυπνάς και να κοιτάς τους λωτούς και
να μου λες πως σιχαίνεσαι της γεύση τους
και να μου λες πως σιχαίνεσαι τις λέξεις που ξεκινάνε από Λ όπως λιοντάρι ή λίμα ή λιοπύρι
και να σου λέω πως στις ζωγραφιές μου ήσουν πιο γλυκός και πιο μαύρος
και να μου λες πως το μελανί μου ξεθώριασε
μα να μην σ ακούω πια.

Γιατί οι ήχοι σταματάνε να αναπαράγονται όταν το βλέμμα σκαλώνει στα χείλη.
Και το βλέμμα μου σκάλωσε στα χείλη σου.
Και έπειτα το βλέμμα σου στο βλέμμα μου
Άρχισε να χιονίζει.
Και ο κήπος μας έγινε μπλε.
Σαν τις ορτανσίες στις γλάστρες που τι θέλεις μπλε με αυτές επιμένουν να γίνονται ροζ
Και σου φωνάζω ρίξε θεϊκό αργίλιο να ρίξεις το πεχά
και δώσε τους Al πολύ ,
Μα θαρρώ έχεις εθιστεί στην ανυπακοή τους
Και στο ροζ τους χρώμα έχεις εθιστεί.
Σου θυμίζουν τα μικρά ασύμμετρα σημάδια στο λαιμό σου.
Μα ο κήπος έγινε μπλε και το χιόνι μπλε πέφτει.

Η φύση σε εκδικείται .
Και εγώ γουστάρω να σε εκδικηθώ
Και κάπου σε έναν τοίχο διάβασε κάποιος
''Θα 'πρεπε να πληρώνεις ενοίκιο στο κεφάλι μου''
Μα εγώ σε αφήνω να μείνεις και τζάμπα.
Πλήρωνε μόνο τους λογαριασμούς .
όπως τον αριθμό των νεκρών εγκεφαλικών κυττάρων
ή το ποσοστό των εκρήξεων ανάμεσα στο δεξί και αριστερό ημισφαίριο κάθε που σε συναντώ.
Γιατί δεν είναι εποχές για έξοδα τώρα
Και ας σου χαρίσει η ''αριστερά'' πίσω τη δουλειά σου
και ας κρατήσει τα ΜΑΤ μακρυά σου.
Εσύ δεν θέλω να ξοδεύεσαι σε υλικά αγαθά.
Ξοδέψου σε μένα.
Ξοδέψου Μονάχα σε 'μένα .
Μα
τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια ;
Μια κοτούλα.
Εσύ.



27.1.15

καιρός να συστηθώ



Ακολουθεί μια ιστορική ανασκόπηση του παρόντος μπλογκ 
και της παρούσας τύπισσας 
που ακούει στο όνομα Ελία Βεβία,

Την Ελία την γνώρισα στο δημοτικό,
στην αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης πάνω εκεί σε ένα υποτυπώδες θεατράκι,
μια κοπέλα με πλησίασε και μου είπε
''Εσύ θα είσαι η Ελία Βεβία''
Την κοίταζα ,με τη φράτζα μου πιασμένη στα πλάγια και το καρέ καστανό μου μαλλί
και τσαλάκωνα ντροπαλά μα εκνευρισμένα τη ζακέτα μου.
''Μα ποια στο καλό είναι αυτή η Ελία Βεβία ; ''

Δίπλα μου,συμμαθητές/τριες με χαμόγελα ενοχλητικά και φωνές γκρινιάρικες γεμάτες έπαρση ντύνονταν με ρόλους Μεγάλους και τρανούς
όπως άλλωστε άρμοζαν στο θέατρο του παραλόγου, 
προς τιμήν της Αρχαίας Ελλάδας ,
από μια τάξη ενός ξεχασμένου δημοτικού.

Θα μουν κόκκινη σίγουρα.Θα καίγανε τα μάγουλά μου,σίγουρα.
Στριφογύρναγα τους δασκάλους και τις κοπέλες-ξεναγούς ,τράβαγα μανίκια
''Μα ποια στο καλό είναι αυτή η Ελία Βεβία ;'',ρώταγα.

Χορηγός της Αρχαίας Αθήνας μου έλεγαν ,
κάτι για τους ολυμπιακούς αγώνες μου έλεγαν,
πολλές άγνωστες λέξεις ,τους έλεγα.
Τι χορηγός τι Ελία τι Βεβία.
Ήμουν ράκος όλη μέρα.
Ούτε θέατρο ήθελα να παίξω.
Τόσοι ρόλοι,
με χορηγό έμπλεξα ;

Έτσι η μνήμη μου διέγραψε το όνομα αυτό.
-Τουλάχιστον είχα μάθει τι σημαίνει χορηγός.-

Κάμποσα χρόνια μετά ,στις τελευταίες τάξεις του λυκείου,η φίλη μου Χ. μου θύμισε εκείνη τη μέρα.
Το θέατρο,τα σύννεφα,τις ξέγνοιαστες εκδρομές του δημοτικού με το κολατσιό και τα αθλητικά παπούτσια,τα φουσκωτά μπουφάν και τα μπουκαλάκια νερό που μοιραζόμασταν.
Πάσχιζα να θυμηθώ το όνομα εκείνο ,
και τσουπ η Χ το πρόφερε ,σαν να ήταν το πιο καθημερινό όνομα του σύμπαντος.
Ελία Βεβία ρε συ Άννα.Ελία Βεβία,πως γίνεται να το ξέχασες.

Μου 'ρθε ο κόσμος μου άνω κάτω.
Νομίζω το ερωτεύτηκα. 
Μαζί με αυτό ερωτεύτηκα και τη μνήμη της Χ και τις εκδρομές του δημοτικού και την αφέλεια της παιδικής μου ηλικίας.

Έτσι βαφτίστηκα για δεύτερη φορά Ελία Βεβία.

Η Ελία λοιπόν δεν υπήρχε στο διαδίκτυο,
δεν γνωρίζω αν υπήρξε ποτέ ως φυσικό πρόσωπο ,
αν όντως ήταν χορηγός ή κάτι παρεμφερές.
Έτσι της έδωσα σάρκα και οστά,εγώ .
φτιάχνοντας αυτό το μπλογκ 
Το μπλόγκερ όμως φαίνεται πως μου την είχε στημένη εξ αρχής 
και έτσι εκμεταλευόμενο την αδυναμία μου στη συγκράτηση κωδικών,
μου απαγόρεψε τη πρόσβαση σε αυτό τρία χρόνια αργότερα.
Η σύγχυση και η στεναχώρια που ένιωσα,δυστυχώς ή ευτυχώς δεν περιγράφονται με διαδικτυακές λέξεις,
μα 
μονάχα με βρισίδια 
και χριστοπαναγίες.
Τα έβαλα κάτω
και συνεχίζοντας να εξερευνώ τα άδυτα της Ελίας
και να ψάχνω τα δυο ή τρια πράγματα που ξέρω για μενα,'
ίδρυσα το συγκεκριμένο μπλογκάκι στις αρχές του 2013.
και συνεχίζω ώσπου το μπλόγκερ να με σαμποτάρει ξανά.

Μετρώντας λοιπόν, αν και περίπου 5 χρόνια ζωής ως μπλόγκερ
δεν είχα ιδέα για αυτά τα βραβεία που διανέμονται μεταξύ των μπλογκοφίλων
και να τώρα που η Ελία κέρδισε ένα Τέτοιο
από το προσφάτως ανακαλυφθέν για εμέ  μπλογκ το χέρι του θεού 
Δεν το περίμενα .
και το να Σου πω ευχαριστώ ,αγαπητό Χέρι
που διασκορπίζεσαι στη τιρκουάζ σελίδα μου και διαβάζεις τις κομμένες μου λέξεις ,
είναι πολύ λίγο.
Οπότε θα πω πως όχι μονάχα αποδέχομαι αυτή τη τιμή
αλλά πατάω πάνω της με σόλες καθαρές
και ξεκινώ να ΄΄ψαχνω΄΄ και άλλα μπλογκ τριγύρω,καινούργια ή παλιά,
για να μοιράσω και εγώ με τη σειρά μου βραβεία.


Το λοιπόν,
Ας παίξουμε το παιχνίδι των ερωτήσεων..


Πείτε μας λίγο τι σας ενθουσιάζει; 
Θα ΄λεγα ένα ζευγάρι μάτια μελαχρινά,μπιρμπιλωτά 
και ένα πακέτο δάχτυλα μελαψά και μυώδη.
Δάχτυλα,Βλέμμα,Βλέμμα,Δάχτυλα.
και τα συννεφιασμένα πρωινά και η τελετουργία που τα ακολουθεί,και ο ζεστός καφές (black like a sky without moonlight) και- σταματω-με ενθουσιάζουν αμέτρητα τριγύρω μου.

Για ποια πράγματα μιλάτε στο blog σας; 
Για ΄μενα μιλώ.Για τα δυο ή τρια ή εκατον τρια πράγματα που πασχίζω να μάθω για το Εγώ μου,
Για το ασθενικό μου είδωλο για τη πάρτη μου την εγωκεντρική μιλώ.
-καλά-και γι αυτόν μιλώ. Λιγουλάκι τόσο δα. Είναι που ασκεί αλληλεπίδραση πάνω μου και μέσα μου,αλλιώς ...

Έχετε δημιουργήσει μια φιλική σχέση με άλλους bloggers; 
Γκουχ γκουχ .-Επόμενη ερώτησης -

Έχετε γνωριστεί ποτέ προσωπικά; 
Γιατί επιμένεις ;

Πώς φαντάζεστε το blog σας σε δύο χρόνια;
Μάλλον θα χω χάσει πάλι το κωδικό ή θα χω χάσει εμένα ή κάτι από τα δυο τέλος πάντων.
Δεν με φαντάζομαι εδώ σε δυο χρόνια.Πουθενά δεν με φαντάζομαι σε δυο χρόνια.

Τι θα θέλατε να δείτε να μεγαλώνει / να αλλάζει και με ποιο τρόπο; 
Δεν μ αρέσουν τα μεγάλα πράγματα.
Είμαι τοσοδούλα γι αυτό ίσως/
-θα θέλα να τον δω να μεγαλώνει όμως,να μας δω να μεγαλώνουμε μαζί-
Δεν μ αρέσουν οι αλλαγές.
Επιβιώνω με ρουτίνα και τελετουργίες.
-θα θελα ομως να επέλθει αλλαγή σε όλο το γενετικό μου κώδικα,να πάψει το σαράκι να με καταβροχθίζει-

Τι είναι αυτό που κάνετε καλύτερα; 
Ναζάκια και μόνο αυτά.
Νιάνιο.

Πόσο χρόνο αφιερώνετε στο blog σας
Μάλλον θα έλεγα πως πλέον, αποφεύγω να αφιερώνω χρόνο μπροστά από οθόνες.
Δεν αρνούμαι πως υπήρξα δέσμια των αναρτήσεων .
Οτιδήποτε έγραφα το μετέφερα στις ασπρουλές σελίδες με τον κέρσορα να αναβοσβήνει.
Αυτές οι εποχές πέρασαν.
Τα κείμενα ,κιτρινίζουν στα συρτάρια,εκεί που μένουν ανέπαφα και ανεπηρέαστα.
Πιστεύω στην αναγνώριση 
μετά θάνατον .

Πώς γεννιούνται τα post σας;
Με πολύ χημεία,αντιδραστήρια,και πίνακες αναλύσεων πεχα

Ευχές για τον αναγνώστη.
Μην αφήνεις αυτό που σε τρώει να χορτάσει,
Φύγε.
μια αστραπή η ζωή σου,μα προλαβαίνεις.
Φύγε.

-κλεμμένα είναι-


ήρθε η σειρά της απονομής,λοιπόν.
Δύσκολο.
Θα θέλα το ένα να είναι αυτό
το άλλο αυτό 
και τέλος αυτό

Είναι τρια μπλογκ που παρακολουθώ και μου έχουν κινήσει τη περιέργεια
-και για να μην κρύβομαι,θα θελα να γνωρίσω τα άτομα που μπλέκονται σε αυτά-

Αυτά από μένα.

---Τέλος μηνύματος---





13.1.15

Πότε ήταν η πρώτη φορά που προσποιήθηκες οτι δεν ένιωσες οργασμό ;

Ξέρεις θα μπορούσα απλά να διαλυθώ.
Να εμφανιστώ τυχαία μπροστά σου να πέσω κάτω στα πόδια σου να σου φιλήσω τις κάλτσες σου να σου δαγκώνω τους αστραγάλους σου.
Ξέρεις με πονάς/με πονάς που απέχεις/που απέχεις από αυτή τη γαμημένη μου συνθήκη.

Τόσο παρών δεν υπήρξες ποτέ,
ποτέ άλλοτε όσο σήμερα
στο δρόμο,εκεί
στη διάβαση
σε απόσταση να σε αγγίξω απλά με μια κίνηση του λυγισμένου μου χεριού
Σε απόσταση,
που αν έκανες μια στροφή 90 μοιρών,180μοιρών, 78μοιρών, ίσως δε ξέρω
θα αντίκριζες το κόκκινο κραγιόν μου πασαλειμμένο στα μάγουλα
και το στόμα μου ορθάνοιχτο να περιμένει μια εξήγηση.
Ξέρεις
σιχαίνομαι τα χείλη μου
τα σιχαίνομαι και ας τα λάτρεψαν
τα σιχαίνομαι γιατί συνέχεια αλλάζουν σχήμα
και δε μπορώ να μάθω να βάζω κραγιον στα αναθεματισμένα
γιατί ξέρεις εγώ
οτι κίνηση κάνω,είναι κίνηση που έχω μάθει απέξω και ανακατωτά να κάνω.
Ρουτινιαρικη που λες.
Αν αλλάξουν τα δεδομένα
διαλύεται και η ρουτίνα της κίνησης
και άντε από την αρχή να μάθω τις γωνίες και το
V που σχηματίζεται στο άνω χείλος και την καμπυλότητα του κάτω.

Σήμερα ηχογράφησα τη φωνή μου καθώς ανέβαινα τα σκαλιά δίπλα στο πύργο
Μίλαγα για σένα και ο ήλιος έσκαγε πάνω στο σκονισμένο μου παλτό.
Ένιωθα πως ακούγομαι γελοία και τιποτένια και
κοίταζα γύρω γύρω μη ξεπηδήσει κανένας περαστικός
Μα μονάχα γάτες ξεπηδούσαν,
και μύριζε γιουβέτσι σε όλη τη διαδρομή ,θαρρείς μ'ακολουθούσε.
Με έβαλα να με ακούσω στο στενό με κείνο το κέδρο
δεν θυμάμαι ποιο είδος κέδρου
δεν με νοιάζει ποιο γαμημένο είδος κέδρου ήταν.
Απλά πάτησα το play και με έβαλα κ με άκουγα
και
και
ξέρεις
δάκρυσα γαμώτο
δάκρυσα με τη βραχνή φωνή μου.
Γιατί -να- δεν μου ακούστηκε γελοία
Γιατί η φωνή μου όταν αναφέρεται σε σένα δεν ακούγεται γελοία
Γιατί η φωνή μου όταν υπάρχει η υπόνοια του εσύ μέσα της δεν ακούγεται καθόλου γελοία.
Γίνεται Φωνή με φ κεφαλαίο και ω πιο στρογγυλό και χοντρό και από το κώλο μου
Ξέρεις
πατούσα pause για να μην σωριαστώ ,
για να με απολαύσω.
Τι σιχαμένη.

Μου είχε τελειώσει και το νερό
και με ζέσταινε η μάλλινη ζακέτα και το σάλι
και όλο το θέατρο που είχε κατακατσει πάνω μου,με ζέσταινε.
Με ζέσταινε η παρουσία σου στη φωνή μου ,στην ηχογράφηση μου,στο τύμπανο μου.

Σε ερωτεύτηκε το τύμπανο μου.
Αλήθεια.

Ξέρεις
λένε πως στις φύλακες υπάρχει μια σιωπηλή συμφωνία
ότι πότε
μα πότε δεν γράφεις το όνομα σου στο τοίχο.
Ειδάλλως θα πρέπει μια μέρα να επιστρέψεις για να το σβήσεις.
Αφήνουν τους εαυτούς τους να διαγράφουν μονάχα γραμμές όχι γράμματα.

Καίω τους στύλους καίω και τα μολύβια
Δεν θέλω να γράφω πουθενά το ονομά σου
Αλλά υπάρχουν αυτά τα ρημάδια οι υπολογιστές
Πρέπει να καούν και αυτοί.
Και αν και μετράω και εγώ αντίστροφα για το δικό μου φευγιό για τη δική μου αποφυλάκιση
όχι το όνομά σου δεν το γράφω πουθενά.
Το σιχαίνομαι το κοινότυπο όνομα σου.
Δενθελωνασεξερωπια
Το απαγγέλλω σαν τιμωρία
θα το γράψω στη Εγνατία με μαύρο μαρκαδόρο,
να το βλέπεις να το πατάνε τα λεωφορεία
να το πατάνε τα πόδια της κοπέλας που πήδηξες χθες.
να το φτύνουν οι γριές
να το φτύνει και ο μάγκας της ροτόντας
Να το προσπερνάς και εσύ και
να κλείνεις τα μάτια
γιατί τρομάζεις με το ωμό μαύρο γραφικό μου χαρακτήρα
Γιατί τρομάζεις που είναι ανεξίτηλος ο μαρκαδόρος.
Που δεν σβήνει.
Που δεν σβήνεις
Που δεν σβήνουμε εμείς.




Ξέρεις
στην ουσία δεν ξέρεις τίποτα
γιατί ποτέ δεν νοιαστηκες να μάθεις οτι δεν ξέρεις οτι ξέρω πως δεν ξέρεις.

Σε απεχθάνομαι σιχαμένη, να μου πεις.
Να το βουλώσω.



1.1.15

οι γάμπες της

Χτυπάει κουδούνια και καίγονται ασφάλειες.
μπαίνει ένας χρόνος 
τυλιγμένος με κουβέρτες 
,κεριά διασκορπισμένα
 και ζαλισμένες ματιές
 σε κόκκινα χείλη.

Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα 
οι γάμπες της αντανακλούσαν ψυχασθένεια..  

Την πλησίασα .
Κρατούσα ένα τασάκι με αποτσίγαρα .
<<Θέλεις να καταθέσεις τίποτα>>,της λέω και προσφέρω το πήλινο τασάκι.
<<Τον είδες;>>,μου λέει.
<<Φορούσε τη μπλούζα με το λεκέ στο αριστερό μανίκι,όπως εγώ φοράω το καλτσόν με τη τρύπα από τη καύτρα του τσιγάρου του εκείνο το βράδυ του Φλεβάρη >>
<<Άκουσα πως θα φύγει.>>της λέω διστακτικά.
Με κοίταξε έντονα.Οι φακίδες της άστραφταν .
<<Είμαι έγκυος.>>συνέχισε σαν να μην άκουσε οτιδήποτε από τη φράση που είπα.
<<Σέρνω το ολοκαύτωμα της συνύπαρξης μου μαζί του.Το κουβαλώ στα έγκατα μου.Στις αρτηρίες μου ακόμα ρέουν τα υγρά του.Το βλέπεις αυτό το τσιγάρο; !>>
Σχεδόν κόντεψε να μου κάψει τούφες
Γνέφω καταφατικά.
<<Καπνίζω αυτό το τσιγάρο από τότε που με άφησε.ΤΟ ίδιο.το ανάβω και το αφήνω και το κρατώ και αυτό κάθε πρωί ξανά καρτερικά με περιμένει ,με υπομένει τα μεσημέρια που επιστρέφω κουρασμένη ,καθώς πετάω τις μπότες και αντρικά χέρια με λούζουν αυτό εκεί τρεμοπαίζει.
Σαν σβήσει ,σαν νιώσω πως άλλο καπνό δεν ρουφάω ,πως κυκλακια δεν βγάζω καθώς ξεφυσώ ,σαν νιώσω να αδειάζει να κενώνεται,τότε μονάχα θα πω ,πως ναι ,ναι αύριο φεύγει,ναι το έμαθα και εγώ. Φεύγει .ναι και θα κατεβάσω τα χέρια θα τα χώσω στις τσέπες και θα αρχίσω να περπατώ αντίθετα ,με ένα σκαστό χαμόγελο και δόντια ολόλευκα ,δίχως τσιγάρο να με εξαντλεί δίχως...>>
Έμεινα να κοιτάζω μια το μαυριδερό της τσιγάρο,μια το τασάκι μια τ δάχτυλα της.
Μου φάνηκε παράταιρο ένα κοινό τασάκι για ένα τέτοιο τσιγάρο.

Την άφησα να σιγομουρμουρίζει πλάι στο παράθυρο,ξυλιασμένη εκεί
με τις γάμπες της και τη μεγάλη της περιφέρεια να σκιάζει τις γωνίες του τοίχου..
Ξέρει πως αυτός φεύγει ,σκεφτόμουν
Γι αυτό  στέκεται συνέχεια σε ανοίγματα και χάσκει τα αεροπλάνα.
πάντα τα αεροπλάνα που απογειώνονται την ενδιαφέρουν ,
όλα τα άλλα της είναι αδιάφορα.
Ξέρει πως φεύγει
Κι όμως.
Παθιάζεται με ένα τσιγάρο 
αντί να τρέξει να του προσφέρει μια τζούρα ,να του κλέψει το σακίδιο με τις μάλλινες
να του φωνάξει  
Μείνε.

Αυτή 
αυτή που 

Θέλει να ξαπλώσει στα στήθη σου.
στα ανεξίτηλα σου σημάδια.
θέλει να γίνετε ένα μικρο συνονθύλευμα σκόνης και άχνης
να πασαλειφτήτε με το δέρμα σας
να μην κρυώνουν οι πατούσες της
να μην μουδιάζει το μπράτσο σου κάτω από το λαιμό της
να την σφινώνεις ανάμεσα από τα πόδια σου
να την πλακώσεις να μην ανασαίνει
να ασφυκτιά μα να σε αποζητά ξανά και ξανά και ξανά
και ας γκρινιάζει και ας σηκώνεται να φεύγει ξημερώματα γιατί ροχαλίζεις
και ας μην την ακολουθάς
και ας την μισείς που σε έκανε να τρως αγκινάρες με κουκιά..
και ας σε μισεί που δεν της λες ιστορίες και φέρεσαι σαν παιδί.
και ας ..

απλά ένα Μείνε χρειάζεται.
γι όλα
ναι αγαπητέ,
 κάτι τόσο κοινότυπο μικρό και απλό.

αναδρομές του Ω ΘΕΛΩ

θέλω να χαράξω έναν δρόμο
ομίχλη να κρέμεται
σταγόνες να αιωρούνται
να γκρινιάζεις για τις μπούκλες σου
που από μωρό κουβαλάς γεμάτος περηφάνια
μα να που 22 χρόνια μετά
ξεφτίσαν και άσπρισαν.
Θα σε κάνω βόλτες πάνω το μηχανάκι
ενώ χιονίζει στα πλακόστρωτα
να ουρλιάζεις εσύ 
να με μηδενίζεις 
να μου λες πως άλλαξα δεν είμαι ποια η ίδια.

όχι δεν είμαι.

Πονάει το  στομάχι μου.
η κοιλιακή μου χώρα
ολόκληρη πονά.
μουδιαζουν οι επαφές του δέρματος με τον ομφάλιο λώρο
εξογκώματα από το στήθος πιέζουν το λαιμό μου.
Κάτι συμβαίνει 45 μοίρες δεξιά από μένα.
και περιστρέφομαι και
ολόγυρα κάνεις.
Φύγανε όλοι.
Μονάχα αποφάγια άφησαν πίσω τους και κάρτες γεμάτο συμβουλές και παράπονα.
Δεν ακούω.
Κάποιοι μιλάνε για εκλογές
 και άλλοι για χριστουγεννιατικα δέντρα που καίνε για να ζεστάνουν τις ξινισμένες τους καρδιές.
Γιατί ξίνισε η καρδούλα σας ,γιατί ;
Σωπαίνω στη σιωπή μου.
Ερωτεύτηκα την αλαλία μου
νιώθω συμφιλιωμένη μαζί της.
όπως και με τις τρομαχτικές καμπύλες της λεκάνης μου
ή το ολοστρόγγυλο πρόσωπο με τα κοκκινωπά μάγουλα 
που άλλοτε συνήθιζες να λατρεύεις.

Σκέφτομαι το αγόρι εκείνο
πίσω από το μπαρ με το χαμένο βλέμμα
και έμενα να τσιμπολογάω ξηρούς καρπούς
να σαλιώνω τα χείλη μου
να μαζεύω το αλάτι .
και αυτός να γελά με τα κάδρα του τοίχου
Μα γέλα μαζί μου !
Δεν είμαι αρκετά αστεία για σένα ;

Και έφυγα και επέστρεψα.
σε μια επαρχιακή αδιέξοδη καθημερινότητα.
Μασουλούσα κριτσίνια  από το φούρνο στη Κειριαδών/
σε ένα άδειο βαγόνι με αριθμό 5 στη θέση 106/
συντροφιά με μια σακούλα βιβλία κ άδεια σπιρτόκουτα/
και τον ήχο της πόρτας να σφυροκοπά /
Ανάποδη φορά και έξω η νύχτα να καλπάζει σαν ουρανός/
να τρεμοπαίζει το φως στα κλειστά μου βλέφαρα/
και αγκομαχώ να διψώ /
για σένα.
για την ιδέα του Εσύ
για την ιδέα του Εμάς .
Εμάς στο νότο.
στη μικρή γκαρσονιέρα στην οδό Ηρακλειδών κοντά στο βιβλιοπωλείο <<λεμόνι>>
να τρέχω στη Πειραιώς να προλάβω
να γυρνάς ,να με προσπερνάς στα σκαλιά,ειρωνικά να αναφέρεσαι στο χάος του νότου που σε παρέσυρα και έχεις κουραστεί. με τη γειτόνισσα που ακούει πάολα,τις απεργίες και τις φωτιές και τους εκδοτικούς οίκους που με έχουνε κλέψει από σένα και ο βορράς σου και τα χωριά σου τα παγωμένα και τα αποδημητικά πουλιά σου, που θες να ακολουθείς και σου λειπουν.
Μα με φιλάς
ακόμα με φιλάς γαμώτο
το ξέρω πως ακόμα είσαι εδώ και με φιλάς γι αυτό

θέλω να Μην μου το ξανακάνεις αυτό ξημερώματα μιας νέας χρονιάς.

μονάχα αυτό.