26.4.14

μια παρόρμηση που μου ξέφυγε εξαιτίας του μουλιασμένου σύμπαντος.

θα σηκώσεις τις πατούσες μου και θα βρεις πληγές
Σουσάμια,ηλιόσπορους και κομματάκια κουβερτούρας πασπαλισμένα με άχνη και κανέλα
Εμένα πάντως δεν θα με βρεις
Ούτε θα με δεις.
Ίσως να σου ερεθίσει τα ρουθούνια μυρωδιά γαρδένιας
που πίσω από τους λοβούς των αυτιών μου
τώρα τελευταία απλώνω..
μα μήτε από αυτό θα μπορέσεις να με αναγνωρίσεις
έτσι και αλλιώς
ξένα σου είναι όλα αυτά περί Γαρδένιας


Τις νύχτες,
ενώ άλλοτε φούρνιζα κριτσίνια
-μα έχω αποκάμει και από δαύτα-
ή χάζευα από το παράθυρο τα κεραμίδια περιμένοντας 
να χτυπήσεις το κουδούνι,
τώρα
βάζω λάδι σπαθόχορτου στις πληγές των ποδιών μου
και καθώς η αυγούλα υγραίνει τα τζάμια,
κοιτώ χάμω. 
Μα μονάχα κιτρινίλες αντικρίζω
ουδεμία επούλωση.
Άφαντη.


Στης 6 ξυπνώ με πουλάκια και τρεχούμενα νερά/
Χρονομετρώ τα λεπτά που απομένουν για να πιάσω τα μαλλιά μου ψηλά/
-κυπαρισσένια κοτσίδα-
να ρίξω το παλτό στους ώμους/
και με λυτά κορδόνια να ξεχυθώ στη κατηφόρα
-έπειτα στην ανηφόρα-
να φτάσω στη στάση ''Σκορπιός''/
να δώ το 57 να έρχεται με φόρα,/
να χοροπηδήσω /
-χαράματα ακόμα-
και σε λίγα λεπτά/
να διαβώ τις πύλες του φούρνου,/
Ποδιά /
και έτοιμη η δικιά σου.
Όλο νάζι/
τσαχπινιά/
καλημέρα/
καλησπέρα/
ποιον εξυπηρετώ/
Χαμόγελα/
πουράκια με ταχίνι/
ψωμί ζέας,6 ευρώ το κιλό/
κουλούρια που σπάνε στη μεταφορά/
μαργαρίτες ασπρο-μαύρο για τους ρομαντικούς/
ο Σ. να τραγουδάει/
ο κυρ.Δ να μου ζητάει μαλακό γραμμωτό ψωμί
-γιατί αλλιώς ''θα με δείρει η γυναίκα μου'',λέει-
Εγώ να κατεβάζω μπουκάλια νερά,
Όμορφα αγόρια να εναλλάσσονται.
Όνομα δεν έχουν/μονάχα δάχτυλα μακρυά.
Να ξεχνώ τα ρέστα/
να με βομβαρδίζουν βλέμματα μελαχρινά/ .
Να ξεχνώ και πρόσωπα.
Λίγα από-μένουν έως το σούρουπο/
Επιστροφή/
Να κρατώ σακούλες
με σφολιατοειδή και
πτι φουρ με μήλο/
παγωτό μύρτιλλο και
τσουρεκάκια γεμιστά.

Επέρχεται συνδυασμός λαδιού καλεντούλας-σπαθόχορτου
Θα με πεθάνουν τόσα λάδια.
Θα σε λεκιάζω σε κάθε άγγιγμα.
Θα ταγκίσω εν τέλει/
να ησυχάσεις κ εσύ από τα φαντάσματα.
Να ησυχάσει η πλάση ολάκερη από τόση άδοξo μελάνι .


Γι αυτό σου λέω/
Τι να σου μαρτυρήσει πάνω μου
-μέσα μου-
πώς είμαι εγώ αυτή;
Αυτή
Η Αυτή σου,η Δική σου.
Τίποτα.
Σμήνος πληγών κατάντησα,
και έχω και ένα Πάσχα να σέρνω
βαρύ,
ξωπίσω μου
και μια φυγή να ετοιμάζεται στα κρυφά να λάβει σάρκα και οστά
και ένα καλοκαίρι λειψό
μουδιασμένο
-μα γι αυτά ίσως μιλήσω κάποια άλλη φορά-
δεν με χωρά ο τόπος
-μήτε το χαρτί-
τελειώνει και το μελάνι/

χαράματα πλησιάζουν
σε 5' περνάει το 57.

Καλημέρα.

16.4.14

και ενώ όλοι μιλάνε για φλεγόμενα φεγγάρια....


Εγώ μιλώ για τη..

 νύχτα που γεννήθηκε η Σελήνη.

και άρχισε να φουσκώνει και να φουσκώνει

ώσπου ξεχύθηκε στο κόκκινο ουρανό
και κρεμάστηκε από ανθρώπινα δάκτυλα.. 

Συνάντησε έπειτα μυριάδες Σελήνες 

και όλες μαζί ξεκίνησαν ταξίδια...

Σε θάλασσες φουρτουνιασμένες 

Σε έρημα τοπία με αναρριχώμενα φυτά

ώσπου τελικά όλες μαζί,
ήμερες πια,
χωρίς 
εκλείψεις 


ξαπόστασαν αποκαμωμένες.





η Ελία φτιάχνει αράβικες πίτες 
καθώς ψαλμοί εναλλάσσονται στη κουζίνα 
και 
στάλες βροχής παγιδεύονται στις χαραμάδες ..


Γιατί τα ταξίδια δεν υπήρξαν 
για να με τρελαίνουν 
και οι αναμνήσεις σαν σαράκι
να κατασπαράζουν 
τα μάλλινα πουλόβερ μου.

Το αεροπλάνο ίσως να μη φτάσει ποτέ
-τι να προλάβουν να καλύψουν άραγε 9 ευρω ;-
και ο βορράς ο δικός σου
ίσως πια
είναι ολότελα κατάδικος μου,
γιατί ξέρω
πως ξέρεις
οτι ξέρω
οτι θα θελες να ήμουν εκεί..

και εγώ θα μαι,
τριγύρω,
να χάσκω μονάχη 
να τρώω τις αράβικες Σελήνες μου,
να σου μοιάζω κάθε μέρα και λιγότερο.

Ω μα τι όμορφα..

γιατί σβήνεσαι
και σβήνομαι

και σε λίγες ώρες θα έχουν σβηστεί όλα.


Καληνύχτα Ελλάδα.