22.2.14

πολυβόλα

Ναι λοιπόν.
με Ξεγέλασα.

Με φωτεινές επιγραφές σε παλιές οικοδομές
και καινούργια στενά φορέματα.
Με εγωιστικές σχέσεις
και μουχλιασμένες συναντήσεις με φαντάσματα.

Με τη καταχνιά
και την ομίχλη της νύχτας 
να υγραίνει τις υφές στις παλάμες μου.
Με τα βλέμματα
να αλληθωρίζουν στα σκοτάδια άγνωστων κρεβατιών.

Με τις σβούρες,
των καμπύλων μου,
και τους κραδασμούς
να πάλλονται μονάχα στο αριστερό πόδι.
Το δεξί ατροφικό
να τρίζει σε κάθε κίνηση.

Με ιστορίες που μιλάνε για αρραβώνες με γάτες,
και για ποτάμια που οδηγούν σε αποβάθρες.
με ιστορίες που ποτέ δεν με άφησες να σου πω.

Με αναγκαστικά αγγίγματα που μου δίδαξες
και φιλιά από καθήκον που σου έμαθα
λες και
ο έρωτας δεν θα έμενε ποτέ πίσω.
θα μας περίμενε στις γωνίες,
θα φώλιαζε στα τσέπες μας,
στις σχισμές από τα πλεκτά πουλόβερ μας.

Με το βελούδινο δέρμα σου
και τη μυρωδιά από γιασεμί που σε έλουζε τα καλοκαίρια.


Με τις δροσερές αυγούλες που σε καρτερούσα με ένα φωτάκι αναμμένο
και έτρεχα να σε προφτάσω στη πόρτα της αυλής
να κλέψω λίγο από την ανατολή σου,
να σου χαρίσω λίγο από τη κυκλαδίτικη δύση μου.

Με τις μέλισσες για φιλικές συζητήσεις
και μπισκότα με ξερά σύκα και κουκουνάρι.

Με τις μεταμφιέσεις σου,
τις ανεκδήλωτες και ανέκφραστες 
που έπρεπε να αποδεχτώ και να ξεπεράσω
Με όλες αυτές τις ανακρίβειες  
που έμαθα να υπομένω και να συζώ. 

Με Ξεγέλασα,

και να μαι τώρα εδώ 
να προσπαθώ να Ξεγελάσω και σένα .











η πρωινή μου ιεροτελεστία


Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό
το ρολόι έδειχνε 08:23
και εγώ με το μακρύ μπλέ μου φλις τριγυρνούσα άσκοπα 
από τα κρύα πλακάκια 
στις χουχουλιάρικες κουρελούδες 
και πάλι πίσω.
Χτυπούσα τις φτέρνες μου στο πάτωμα
καθώς η τσαγιέρα σφύριζε με μανία.
Είναι ορισμένα πρωινά που ο ήχος της ,
είναι πιο έντονος 
πιο διαπεραστικός.
Θαρρείς και λυσσά να ζεστάνει το νερό
ή ενοχλείται με τη καθημερινή ρουτίνα που την έχω υποβάλει.
Μια κουταλιά πράσινο τσαί sencha,
φύλλα jingo,
καρπός της αγριοτριανταφυλλιάς,
πέταλα κενταύριου 
και κόκκοι ροζ πιπεριού
έτοιμο σε 5 με 6 λεπτά.
Αρκετός χρόνος για να κατασπαράξω το μίγμα με νιφάδες βρώμης-φαγόπυρου-κινόα,
αποξηραμένα άσπρα μούρα
 και μια χούφτα κολοκυθόσπορους,
μαζί με γάλα.
Γέρνω στη πολυθρόνα με το πλεκτό κάλυμμα που είχα αγοράσει παρέα με την Α.
-προοριζόταν για δημιουργία φορέματος,μα μας νίκησε ο χρόνος-
με τσιμπάει στη πλάτη καθώς 
ρέει από το υπνοδωμάτιο.
Ρουφάω το τσάι
αναμετρώ τις αναμνήσεις,
Τις βλέπω να κατασπαράζουν και σένα τώρα.
Να ! 
Γελώ καθώς αντικρίζω
 τα άκρα σου να κρέμονται από τα σαγόνια τους.
Λύνω τα μαλλιά μου,
-θυμίζω μέδουσα τώρα τελευταία-
Έξω 
λάμπει το σύμπαν,
μα εγώ δεν έχω που να πάω.
Στένεψαν τα όρια της πόλης.
κομμάτι γης  δεν έμεινε για ΄μενα.
Στέκω,λοιπόν,
 μέσα -μου-
αλληλεπιδρώ με τα ξεθωριασμένα χρώματα των τοίχων
Ίσως μια μέρα να γίνω λαδομπογιά
να απλωθώ στις ζωγραφιές των παιδιών σου.
Να με κρεμάσετε με μαγνητάκι στη πόρτα του ψυγείου
ή ίσως να με καταχωνιάσετε σε κάποιο συρτάρι μέσα σε έναν φάκελο με τίτλο
''Οι πρώτες μου ζωγραφιές''

Το τσάι τελείωσε
Η αναμέτρηση τελείωσε.
Και όλα μένουν ίδια
τόσο αλλοπρόσαλλα ίδια.
με το μόνο που συνεχώς αλλάζει,
να'ναι οι αναλογίες στο σώμα μου 
αλλά και αυτές,
όχι όπως θα ήθελα και φανταζόμουν.